|
: ~ ότι — [phrase] при условии(__,__) что... [/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προϋπόθεται? — — διάλειψη — απόλογος — σκανδαλοθηρίο — αχυρόπλινθος — εξιλεώνομαι — μαξιλλαράκι — τοιχογραφία — ιατροδικαστικός — κατελώ — αθαλάσσωτος — απλούμιστος — αποδυνάμωση — έκπαλσι — κατούρημα — ἐξεχασμένος — κήπευσις — ψωμοφάγος — αβύζωτος — χασάπικος — νομοθέτηση — ηδονοθήρας |
|||