|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κονιορτοποιώ? — — τριακοστός — περίσφιγξη — αναθρεπτήρας — αλληλοεξαπατώμαι — προσδοκία — χασαπόσκυλο — αλήθευσις — ακατασκεύαστος — ψυχοπαραδέρνω — φλύαρος — λασκάδα — ξυλοκόπημα — αναφυτεύω — γλειψιά — στοχάζομαι — καλωσύνη — ξανθός — άμισχος — βαθιά — παρακοινοβούλιο — φώναγμα |
|||