|
ο отличник; окончивший с отличием (вуз и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отличник? — αριστούχος как на (ново)греческом будет слово окончивший с отличием? — αριστούχος как с (ново)греческого переводится слово αριστούχος? — отличник, окончивший с отличием — αρχοντοχωριάτης — μυξομάντηλο — ευκολοπέραστος — αναφλογισμένος — ηλεκτροσυγκόλληση — εκκύβευση — βαριοήσκιωτος — έγειρα — αντέχομαι — είσπλους — θερμαντήρας — μαχαίρα — πραγματισμός — είναι — αιγινήτικος — δεκάτισμός — κάθεξις — καλλιστείο — γραῒδιο — αδίστακτος — χημιοσύνθεση |
|||