Новогреческий словарь
πειρατικός
πειρατικός
пиратский
;
~ή πράξη — пиратский налёт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пиратский
? —
πειρατικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πειρατικός
? — пиратский
#
(ново)греческий словарь
—
εγκαρτερησία
—
τσακαλόλυκος
—
συντομεύω
—
μαυροπούλι
—
φενάκη
—
ανθεκτικός
—
υπέργηρος
—
συνωμότιδα
—
βαμβακόψειρα
—
ξαγρύπνημα
—
αλληλοκαταγγέλλομαι
—
αγριάνθρωπος
—
προσκτώμαι
—
μορφινίζω
—
παλικαρισμός
—
ανεξουσιοδότητος
—
δελτίο
—
μπάσο
—
σακάτεμα
—
βραχιάζομαι
—
διάγλυφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве