Новогреческий словарь
προμήκης
προμήκης
продолговатый
;
~ μυελός — анат. продолговатый мозг
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
продолговатый
? —
προμήκης
как с
(ново)греческого
переводится слово
προμήκης
? — продолговатый
#
(ново)греческий словарь
—
συμπάω
—
κατάσκιος
—
ευπεψία
—
γέμα
—
εγκατοπτρίζομαι
—
πάπυρος
—
ανέμελος
—
ανακομίζω
—
νοτιοανατολικώς
—
άρα
—
φωταντίτυπο
—
πυρακτώνω
—
κεραμιδοκόμματο
—
αναβόλα
—
απέναντι
—
κριτικός
—
κουφότητα
—
ιππότης
—
μηνορραγία
—
δευτερόλεπτο
—
συνίσταμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве