|
освещаемый лунным светом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово освещаемый лунным светом? — σεληνοφώτιστος как с (ново)греческого переводится слово σεληνοφώτιστος? — освещаемый лунным светом — μυροδοχείο — αρμέγω — λαθρακιάζω — γκαλιουρίζω — συντηρητισμός — σταφιδόκαρπος — αιμόρροια — φτ(ε)ιάνω — διαμαντοχρώματα — συντεκνία — φλασκωτός — υπερακουστική — ναρκωτικός — αυτοβουλία — παραδόπιστος — ασχημάδι — δοξαρίζω — υποδοχή — επιδημικός — ξίδιασμα — προϋπόθεση |
|||