|
закалённый в боях #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово закалённый в боях? — μπαρουτοκαπνισμένος как с (ново)греческого переводится слово μπαρουτοκαπνισμένος? — закалённый в боях — εξουθενώνω — χαλικώδης — παιδαριώδης — Πεντάγωνο — καταποντίζω — αγοριτσίστικος — φραγκεύω — επεξεργάσιμος — πηροδακτυλία — πλέγω — ψευδαίσθηση — βραχυδιάστα — γαλονάτος — πρώτος — νεαρότητα — γευστικότης — στενορρύμι — νηματοπονητικός — χελιδόνιον — ξαντήριο — αντισυλληπτικό |
|||