Новогреческий словарь
προστατευόμενος
προστατευόμεν|ος
ο
подопечный; протеже
(книжн.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
подопечный
? —
προστατευόμενος
как на
(ново)греческом
будет слово
протеже
? —
προστατευόμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
προστατευόμενος
? — подопечный, протеже
#
(ново)греческий словарь
—
χωματουργός
—
λουβιάρα
—
ξεκληρίζομαι
—
επανεξοπλίζω
—
σεισμός
—
γιουβετσάκι
—
εμφυλιοπολεμικός
—
σηματοδοτώ
—
ταξινόμηση
—
μαγαζιάτικο
—
ανάλλακτος
—
διάτρητος
—
κοκιανοβαμμένος
—
σκυροδετώ
—
κοκκωβίνα
—
κεπέγκι
—
δυναμογεννήτρια
—
αποστάλαξη
—
ιουνιανά
—
συγκληρονομώ
—
μεταλλουργική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве