|
ο подопечный; протеже (книжн.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подопечный? — προστατευόμενος как на (ново)греческом будет слово протеже? — προστατευόμενος как с (ново)греческого переводится слово προστατευόμενος? — подопечный, протеже — ιππότης — μελανόμαυρος — αφέλκυση — διμορφία — επιτάττω — ασκούμενος — κορδελλάς — κύαθος — καπνιά — κουμπουριάζω — εγκάθειρξη — λασπόλουτρο — τυποποιημένος — παραφέρω — ενθουσιάζομαι — αγυιόπαιδο — Γιουγκοσλάβα — αγριαρακά — πολυβιταμίνες — παρομοίως — λεβάντα |
|||