|
ο тот(__,__) кто шьёт фески #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто шьёт фески? — φεσοποιός как с (ново)греческого переводится слово φεσοποιός? — тот, кто шьёт фески — κοντοφθαλμία — δρομοκοπώ — ποιος — εξιδρωματικός — εξαιρετέος — εσοχάς — αμφικτιονικός — υπερεπάρκεια — τίμιος — ντοριός — δικαιοπραξία — μεταπλάττω — σκαλιστός — εισορμίζομαι — κουδούνα — αριστερόθεν — βροντόσαυρος — νέμομαι — ευμήκης — επέθεσα — κατισχύω |
|||