Новогреческий словарь
βοτανολογία
βοτανολογία
η 1)
ботаника
;
2)
гербаризация
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ботаника
? —
βοτανολογία
как на
(ново)греческом
будет слово
гербаризация
? —
βοτανολογία
как с
(ново)греческого
переводится слово
βοτανολογία
? — ботаника, гербаризация
#
(ново)греческий словарь
—
γλυκαρμενίζω
—
αφανίζω
—
περυσινός
—
κολλήγισσα
—
τοσάκις
—
εκσκάπτομαι
—
συναρτώ
—
διαστικός
—
αδιαμαρτύρητα
—
ξεπικρίζω
—
υδροδυναμική
—
γήρας
—
κολόβιο
—
επιμολύβδωσις
—
δισεγγόνη
—
ρασισμός
—
τελευτώ
—
καμπουρωτός
—
κοριάζω
—
πρύτανις
—
γλυκοαίματος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве