Новогреческий словарь
πυγμόμετρο
πυγμόμετρο
το
силомер
(для измерения силы удара кулаком)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
силомер
? —
πυγμόμετρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
πυγμόμετρο
? — силомер
#
(ново)греческий словарь
—
αρδευτικός
—
φυτοβιολογία
—
ευρώπιον
—
γιούρια!
—
βαθουλωτός
—
λαζούλιθος
—
πάγκος
—
κρηνίδα
—
νεόκτιστος
—
επιγονατίδα
—
ομοφυλόφιλος
—
χαλυβογραφία
—
λαβυρινθίτις
—
βεβηλώνομαι
—
μαρινάτο
—
φίλος
—
λενινισμός
—
βασιλοπούλα
—
κλητήρας
—
συνωθώ
—
σάνδαλον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве