Новогреческий словарь
σκοπίμως
σκοπίμως
умышленно, нарочно
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
умышленно
? —
σκοπίμως
как на
(ново)греческом
будет слово
нарочно
? —
σκοπίμως
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκοπίμως
? — умышленно, нарочно
#
(ново)греческий словарь
—
αφρόντιδα
—
περιετμήθην
—
αφιλομάθεια
—
ξεφλουδισμένος
—
ηλεκτροσταθμός
—
φυγόκεντρος
—
γιαβάς
—
κεντρικά
—
προνουντσιαμέντο
—
αποθεραπεία
—
θρυμματίζομαι
—
αποσκότεινα
—
παράλλαξη
—
ιερόδουλος
—
φαλακροκόρακας
—
αεριωθούμενο
—
ελικοειδής
—
λιμένιο
—
αντιφατικότητα
—
αποδείπνι
—
κερί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве