|
ο воробей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воробей? — πυργίτης как с (ново)греческого переводится слово πυργίτης? — воробей — επιβολεύς — στρωμνή — πολλαπλασιαστής — στολιδώδης — υπηρέτης — πιθηκόμορφος — διανόημα — αδαμαντωρύχος — συνεπάγομαι — οχυρώνω — οιστρογονοθεραπεία — διαπαρθένευση — νομοθετώ — καμηλαύκι — ψυλλιάζω — ελληνοράφτης — απολογητής — αρχύτερος — αμμώδης — κατήγορος — θήλεια |
|||