|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιποβαρής? — — αισχρολογία — ανεμοτρεφής — πολυπροσώπως — γνέφω — αξιονάγνωστος — αρνιέμαι — διαπλοκή — ναυαρχώ — έγκλητος — μπρουνελιά — πατωσιά — εναρμονίζω — Εσθονή — θειαφότοπος — είκασμα — ευθυμογράφημα — αποθαμάζω — αστραποβροντάω — αντίπαλος — γλοιός — Ισλανδία |
|||