|
το установка межевых столбов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово установка межевых столбов? — σταλίκωμα как с (ново)греческого переводится слово σταλίκωμα? — установка межевых столбов — εμβόλιμος — στέγαστρο — συσπαστικός — ανεπιφανής — κατάληψη — διαφανοσκόπηση — αφομοιωτικότητα — αντίξοος — αγριοσίταρο — τριφτό — κλωσσόπουλο — χιμάω — εβραίϊκα — κρυφός — μπάτσος — βενετικός — σεντονόπανο — συζευγμένος — ανθρωπολατρία — αποτειχίζω — απαράδεκτος |
|||