|
способный; умелый, искусный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово способный? — αξαζόμενος как на (ново)греческом будет слово умелый? — αξαζόμενος как на (ново)греческом будет слово искусный? — αξαζόμενος как с (ново)греческого переводится слово αξαζόμενος? — способный, умелый, искусный — βαυκαλίζω — άκαμπτος — ανθοφορία — πρόστηση — αυτονυκτί — πεντόζη — αφυλαξία — ραδιογράφημα — φιλοπρωτία — συναθροίζω — γαιούχος — εξότου — τεσσαρακονθήμερος — υπερβολή — ερετική — κατάστρατα — πεσιά — αγροικητά — ανασφαγή — εκβιομηχάνιση — λιανικά |
|||