|
обшивать (по краям) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обшивать? — περιρράπτω как с (ново)греческого переводится слово περιρράπτω? — обшивать — μίμος — ανελεύθερος — απλάνιστος — εξάμηνος — αναβαθμίδα — ελαφρόνοια — δρύμες — μελανειμονώ — έριο — μονοχρονής — ντόλτσο — ιδρυματοποίηση — κατόπιν — καραμέλλα — απιδέα — αρραβώνα — ρετσινάτος — εκτέμνω — οξύ — γυαλάς — καταβόλεμα |
|||