|
одномачтовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одномачтовый? — μονοκάταρτος как с (ново)греческого переводится слово μονοκάταρτος? — одномачтовый — χεσμένος — ξοφλώ — στρατιωτικός — αναζωγράφηση — ρονιά — άστριβος — έλκος — ηχογραφώ — αρχέτυπο — ζωογεωγραφικός — αποστειρωτήρας — αποψύχω — πολυάριθμος — Άγγλος — μεταλλάσσω — είδος — ξεροβήχω — απάντικρυ — πρωτοχρονιάτικα — πλευρόπονος — δηλωθείς |
|||