|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ναυτοπρόσκοπος? — — λείανση — εκκλησιαστικός — μπαντανόβουρτσα — πλειοδοτικός — αλληλοδιάδοχος — εξυβριστικός — νεανίδα — απόκαυτρο — πλιατσικολογώ — μέρος — εγχάραγμα — απλήγωτος — βολετός — υστερικός — παρεμβαίνω — κρώζω — επίστρωτος — μώρα — θεοκρασία — ανεξόδευτος — ζυγιά |
|||