|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λευκάνσιμος? — — αμυλώδης — αθέρμιστος — ίσκιος — λαυριώτισσα — ασβεστοκονίαμα — αναχρονίζω — Αθηναία — δήμα — αφροσύνη — φαγάδικο — ανεύθυνος — στοιχειοχυτήριο — καστραβέτσι — ψέλνω — λαγοβυζάστρα — φάγε — διορύττω — νηρηίδα — γυναικίστικος — φωκόλ — φιστικάς |
|||