|
το 1) древко копья; 2) шест #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово древко копья? — κονταρόξυλο как на (ново)греческом будет слово шест? — κονταρόξυλο как с (ново)греческого переводится слово κονταρόξυλο? — древко копья, шест — δημοτικά — σύνθεση — ολόθυμος — ελατός — αγγελοφτιασμένος — λιάζομαι — αχρειολόγα — παραγγελιοδότης — δακτυλόδεικτος — ασυντηρησία — διγνωμία — αφαίμαξη — φροκαλιά — σάρδίνη — λησμονήτρα — εφίδρωση — ομόδοξος — μουνοθύελλα — ηθικότητα — αναβαστάζω — πεντάμορφος |
|||