|
(-εως) η упрощение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упрощение? — απλούστευσις как с (ново)греческого переводится слово απλούστευσις? — упрощение — αδιάγνωστος — τουρκόσπορος — ναυτογράφος — καλιφάτο — πειθαναγκασμός — στυππίον — γενειοφορώ — αυγουστιά — κονιακάκι — θαυμαστός — φιλόθεος — απευθισμένο — γλυκόνομα — μνημονική — προπαρασκευάζομαι — λειψάρης — ενεδρεύω — λευκοδερμία — πείνα — αυτοκινητάμαξα — κιγκαλερία |
|||