Новогреческий словарь


άψε

άψε
:
          άψε-σβήσε — быстро, мгновенно, моментально, сразу;
          στό άψε-σβήσε — в два счёта;
          τόν κατάφερα στό άψε-σβήσε — [phrase]я его сразу уговорил[/phrase]


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как с (ново)греческого переводится слово άψε? —


#(ново)греческий словарьμεταφυτεύωμπολσεβίκαπροτήτερανοικοκύρηςστιχουργικόςδιαχασματικόςπλισσάρισμακατακρεουργώβιολόλυραχτυποκάρδισμααγκαθιώναςαλέακαλομελετώκοινωνικότηταεξανάστασιςδιαιτήσιμοςαποτρογίασηξεθηλύκωτοςατμολουτήρδασκαλούδισητόβρωτος


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω







переводы с персидского языка, литовский словарь, шведско-русский словарь, сборка мебели в Москве