|
легко поднимаемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко поднимаемый? — ευκολοσήκωτος как с (ново)греческого переводится слово ευκολοσήκωτος? — легко поднимаемый — βούρτσα — τρυπητήρας — χρονιότητα — θορύβησις — Κουρούπης — χασομέρι — υαλογραφώ — ελάτινος — ξεζώνω — βιβλιοδέτης — βουερός — βαφή — κοκκωτός — απισχνώ — μυημένος — κατσιποδιάζω — νοησιαρχικός — ανδρώνίτης — κουρ — ανάσυρμα — προγαμιαίος |
|||