|
прям., перен. подставить ножку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подставить ножку? — τρικλοποδιάζω как с (ново)греческого переводится слово τρικλοποδιάζω? — подставить ножку — λάφι — πουπουλάκι — λεπροκομείο — απίστευτος — φυσερό — αυταρχικότητα — χορωδός — ράφτης — μεταγράφω — οπλουργός — ασχημούτσικος — φριχτός — ρήτρα — ακένωτος — συνεισβάλλω — στεναχωρημένος — μίσεμα — φραχτικά — επισανίδωση — σάλαγος — αψιλία |
|||