|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξεταστήριο? — — πρόγονοι — δελτοειδής — τζίφος — σιροπιαστός — λύδιος — κήλων — στοχάζομαι — εκγερμανισμός — απομαγνήτιση — εγερτήριος — βούλημα — καταρράκτης — ανάπιωμα — γοργόπους — επανασπορά — διαπνέομαι — μοσχαράκι — τεκτονική — νερόκρασο — καινοτόμος — αποκάπνισμα |
|||