|
одноактный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одноактный? — μονόπρακτος как с (ново)греческого переводится слово μονόπρακτος? — одноактный — ανισοβαρώς — Βούργάρα — στρογγυλοκάθομαι — αντιτορπιλλικό — πολυκερδώς — ελαφρόκαρδος — λιανοτρέμω — πρώτα — αποκηρυγμένος — αστακόχρωμος — ελαττωματικότητα — λειβάδα — αιματοβαφής — απαλόσορκος — κόκκος — φρενιτιώδης — βιδιάζω — μισθολόγηση — απέραστος — ακακοποίητος — κουκουβάγια |
|||