Новогреческий словарь
τριάρα
τριάρα
η 1)
тройка
;
2) воен.
трое суток ареста
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тройка
? —
τριάρα
как на
(ново)греческом
будет слово
трое суток ареста
? —
τριάρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
τριάρα
? — тройка, трое суток ареста
#
(ново)греческий словарь
—
πουδρίέρα
—
επιπληκτέος
—
εκπροσωπεύω
—
επιχειρώ
—
διαμονητήριο
—
προβατίνος
—
μαυρομάτης
—
αλληλοφαγώνομαι
—
αργεντίνικος
—
γοργογόνατος
—
πλέκτρια
—
πρωτοχρονιάτικα
—
αραμπάς
—
ομόψυχα
—
φωνητικός
—
καλλιτεχνία
—
αιμολυσία
—
μεταξοκλωστική
—
μάλαμα
—
παραμικρός
—
ένοπλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве