|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σχολιάστρια? — — αρτηριοπάθεια — πλατέως — αεροστατικός — αντιαρθριτικός — σφήγκα — σύσφιγξη — ψευτρού — οξειδώνω — γοργοφτέρωτος — πυγονιπτήρ — πριονόμυλος — πρωτύτερος — ναζιστικά — βλαβερά — εκπλάτυνση — επιβολέας — κονσερβοποιός — κουρνιαχτός — αχρειολογώ — σούτ — κύκλος |
|||