Новогреческий словарь
βουλγαρικός
βουλγαρικός
1.
болгарский
;
2. :
τά ~ά — болгарский язык
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
болгарский
? —
βουλγαρικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
βουλγαρικός
? — болгарский
#
(ново)греческий словарь
—
εξαϋλωτικός
—
κυανό
—
στολαρχίς
—
αποκαρδιώνω
—
ιταλική
—
τετρακέφαλος
—
φωτόφωνο
—
ασκληραγώγητος
—
ζευγαρωμένος
—
σιταποθήκη
—
εξουσιαστής
—
απαράδεκτα
—
Τσεχοσλοβάκος
—
μαλαφράντζα
—
κώδιξ
—
φρέσκο
—
εγκυκλοπαιδισμός
—
Ιούνιος
—
πεντάχρονος
—
καλτσώνω
—
αναπαραγωγικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве