|
το циновка, циновочная подстилка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово циновка? — στρωμίδι как на (ново)греческом будет слово циновочная подстилка? — στρωμίδι как с (ново)греческого переводится слово στρωμίδι? — циновка, циновочная подстилка — αστριφτος — αιμοβόρος — ληθαργικός — κακιωμένος — ξυλόκαστρο — Καναδέζα — αποθέωση — ανανθώ — σπληνιώ — υπόδερμα — ανισοπέδωτος — αλατοποιήσιμος — διπλότυπο — αδελφώνομαι — κομητεία — εκπύημα — χαζοφέρνω — χρυσοκεντήτρια — κατράμι — ξανακινώ — μπαχαρικό |
|||