|
отдыхать (от работы) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отдыхать? — αποσχολάζω как с (ново)греческого переводится слово αποσχολάζω? — отдыхать — αλκοολοποιία — χορτοφάγος — ταύρειος — σκουντάω — ντοκουμεντάρισμα — ερημοκλησιά — εωθινός — βιασμένος — αλευραγορά — διακυμαντικός — βοστρύχωση — πλατυπόδαρος — δρομολόγιο — απροσήγορος — αυξομειούμαι — γοργόπτερος — αμυντικός — φρύαγμα — χλωμός — προπαππούς — αγουρίδα |
|||