Новогреческий словарь
μικροεμπορευματική
μικροεμπορευματική
η :
παραγωγή ~ — мелкотоварное производство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μικροεμπορευματική
? —
#
(ново)греческий словарь
—
οπλαποθήκη
—
συγκαμένος
—
όθεν
—
ελατήσιος
—
νανοτεχνολογία
—
αξιοχρεωσύνη
—
Φινλανδός
—
κάπως
—
γαλακτοθεραπεία
—
ζαμάνι
—
αυτοδιοίκητος
—
παραπειστικός
—
εξορκιστικός
—
αμετάκλητα
—
πρόστυχος
—
στεριά
—
τυπολιθογραφία
—
ανεμοστρόβιλος
—
εκουσίως
—
λαχανικό
—
αναγνώστρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве