|
η : παραγωγή ~ — мелкотоварное производство #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μικροεμπορευματική? — — κακόγνωμος — γυροσκόπος — φοβητσιάρικος — επανωβελονιά — κοτέτσι — αυτενέργητος — βαμβακουργείον — ψευδοεπιστήμη — κακόγλωσσος — εναντιοφανής — πταίω — μήνυμα — σπιθοβολάω — κακόψυχος — πρεσβευτικός — μπλιό — έδεσμα — ασυλλογισία — γαρδένια — αεριόμετρο — ταψί |
|||