|
ο дубовая кора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дубовая кора? — δρυοφλοιός как с (ново)греческого переводится слово δρυοφλοιός? — дубовая кора — συριανός — Οχτώβρης — εξουθενίζω — λεβεντάνθρωπος — ελαφοειδή — μελαψός — ανέγνωμος — αφαρμάκωτος — βαθμονόμησις — γεφυρώνω — άπονος — τήκομαι — αντηλιά — καραβοκύρισσα — πλυντήριος — ασπρόμαυρος — ξεροβήχω — απνευστί — ανοπτώ — άραγες — μποτζάρω |
|||