|
не улучшенный (о породе животных, о сорте растений) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не улучшенный? — ανεξευγένιστος как с (ново)греческого переводится слово ανεξευγένιστος? — не улучшенный — υπερεγώ — κονίαμα — φιλοτεχνικός — ανελίσσω — ελέφας — περιθώριο — τέως — ασύμπονος — απόξενος — επόχλευσις — χρησμοδοτώ — φοιτητόκοσμος — λικεράκι — ζοφούμαι — βιβλιοκλοπή — τσιπουράδικο — προσθαφαίρεση — λωποδυτικός — αριολόγος — οικουρία — ξελεκιάζω |
|||