|
το 1) автобус; 2) дилижанс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово автобус? — λεωφορείο как на (ново)греческом будет слово дилижанс? — λεωφορείο как с (ново)греческого переводится слово λεωφορείο? — автобус, дилижанс — αρβυλάς — ξεραμένος — υπόσκληρος — αφιλόπατρις — νύσταγμα — θρηνολογώ — γραμματοσημοσυλλέκτρια — αξενος — απρόσιτο — πολυανθής — ικτερικός — καυκάσιος — κρικέλλι — καθυποχρεώνω — κουνελάκι — κεραμοοιία — ενδιαφερόντως — δημότις — μαντρίζω — απολησμονημένος — απρολόγιστος |
|||