Новогреческий словарь
μεντεσές
μεντεσές
ο
петля
(дверная, оконная и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
петля
? —
μεντεσές
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεντεσές
? — петля
#
(ново)греческий словарь
—
κλειδαράδικο
—
κλάνω
—
αξελάκκιωτος
—
κιρσός
—
μελανώνω
—
σημαντικά
—
οδήγηση
—
επιχειρησιακός
—
μουσκετάρισμα
—
ποδοβολώ
—
ανεξόπλιστος
—
γιούσουρο
—
φανοκόρος
—
ερωτόπλαστος
—
μουτζιά
—
υπομνηματισμός
—
ανακατεψιάρης
—
περιφραστικός
—
κοπλιμέντο
—
ομιλήτρια
—
αδρασκελώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве