|
το загадка (тж. перен.); λύω ~ — разгадать загадку; μιλάω μέ αινίγματα — говорить загадками #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово загадка? — αίνιγμα как с (ново)греческого переводится слово αίνιγμα? — загадка — θρησκευόμενος — αντεπιτίθεμαι — περίληψη — ορμαθίζω — σταυροφορία — πυρετός — ζερδαλί — εξωνημένος — ξερίζωμα — κωλομπινές — έξτρα — κοινώς — γενναιόδωρα — νομιμοποίηση — βρυσά — σκιάδι — καβαλλάω — πρεσβύτερος — ανεξαρτήτως — κσσσιτερουργός — άδω |
|||