|
ο посмешище (о человеке); τόν έκαναν ~η — [phrase]из него сделали посмешище[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово посмешище? — ρεζίλης как с (ново)греческого переводится слово ρεζίλης? — посмешище — μεγαλαυχία — γολέττα — εικονοκλάστης — κουμαριά — δρόγγος — λιβελλογράφημα — παπαγαλίστικα — επτάστιχο — καλικατζού — εξισωτής — εγκεφαλομαλάκυνση — ταιριαστός — αποκωδικοποιούμαι — άμαχη — γενάκι — σαμπό — άπατρις — ήμισυς — Λ — επιβεβαίωση — χρυσάετος |
|||