|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπνωτίστρια? — — προαγωγή — σκυλευτής — ξενύχτισσα — ετερότροπος — μωλώνω — σακουλές — ανδρολόγος — σχόλασμα — ελευθέριος — πηκτός — χρεοκοπώ — φοινικέλαιο — σαπρός — κατατέμνω — τριάρι — στενωπός — πολυκόμματος — έγκειμαι — ηθητήρας — βαθύμετρο — γεφυροσκευη |
|||