Новогреческий словарь
πί
πί
το
пи
(название шестнадцатой буквы греческого алфавита);
===
στό ~ καί φί — немедленно, тотчас
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пи
? —
πί
как с
(ново)греческого
переводится слово
πί
? — пи
#
(ново)греческий словарь
—
συνταγματικός
—
αλώσιμος
—
αναδεκτός
—
αποτινάσσω
—
αναίτιος
—
μαγκούρο
—
χρηματιστηριακός
—
καταποντίζομαι
—
ηλιολατρικά
—
υπερώνυμο
—
βρωμάνθρωπος
—
μυστικότητα
—
θερμασιά
—
εκατέρωθεν
—
γιδομάντρι
—
ασπρογαλιάζω
—
ανεκβίαστος
—
τοποτηρητής
—
ποικιλία
—
διαθηκογράφος
—
τοποθεσία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве