|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βενζινάροτρο? — — στυλογράφος — προαγωγικός — εδραιότητα — κουρεματάκι — κακομοιρούλης — δενδροκομία — πανσλαβικός — μεθορμίζω — εμβάπτω — συνωμοτικώς — αυγουστιάτικα — ανακλητικό — γαληνιαίος — σαιζόν — σταχτοκουλούρα — σαγίζω — ζημιαρόγατος — δισέγγονος — κρασοβόλι — διάσχιση — γιοφύλλι |
|||