Новогреческий словарь
αποπερατώνομαι
αποπερατώνομαι
завершаться, заканчиваться
;
η οικοδομή ~ώθηκε — дом выстроен
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
завершаться
? —
αποπερατώνομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
заканчиваться
? —
αποπερατώνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποπερατώνομαι
? — завершаться, заканчиваться
#
(ново)греческий словарь
—
σβουριχτός
—
αντεύχομαι
—
νάφθη
—
καλοριφέρ
—
αρχιεπισκοπεία
—
γεννολογιά
—
μεσημέριασμα
—
προκαταβάλλω
—
καμπανούλα
—
ραδιοβιολογία
—
στηθοσκοπία
—
φυσιγγιοθήκη
—
καταπονητικός
—
φορτίζω
—
υπνωτήριο
—
γαλακτοκομείο
—
σεληνιάζομαι
—
προσύλληψη
—
αποθησαύρισμα
—
χαρακτηριστικό
—
αγήραστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве