Новогреческий словарь
ενδορραχιαίος
ενδορραχιαί|ος
спинномозговой
;
~αία παρακέντηση — спинномозговая пункция
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
спинномозговой
? —
ενδορραχιαίος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενδορραχιαίος
? — спинномозговой
#
(ново)греческий словарь
—
κατεπείγον
—
καλάω
—
πτερούμαι
—
μαντεία
—
ασήκισσα
—
γλαφυρά
—
εξευρωπαϊσμός
—
όρκος
—
ενδο-
—
καλάθι
—
σαρκολαβίδα
—
ψυχρός
—
σκαπάνη
—
αγώνιαστος
—
διάλεγμα
—
ανευρίαστος
—
ινδονησιακός
—
αντιπολιτευόμενος
—
αντιληπτικός
—
ιλυώδης
—
πευκοφλοιός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве