|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ισχυρώς? — — Φ;φ — υδροφοβία — πρωθυπουργία — εμπορικότητα — εφόδια — μπόϊ — ιδρωτάρι — περιγράφω — ξινοφέρνω — κρουσταλλοπηγή — ξύω — εμπειριοκριτικισμός — γκερίζι — συνωνυμία — αλυσίδωμα — κρητικός — αντικόροφον — εγρηγορώ — αμυγδαλόσχημος — αρακόσουπα — ποδένω |
|||