|
инквизиторский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инквизиторский? — ιεροκριτικός как с (ново)греческого переводится слово ιεροκριτικός? — инквизиторский — λειχηνιώ — τρίφυλλο — λειμώνας — κοντοχωριανός — λούστρος — ρετουσάρω — χούφτα — καλοπέφτω — αρέσκομαι — σητόβρωτος — αλογήσια — ναυαρχικο — βρωμόγρια — ταραμοκεφτές — αμακατζίδικος — τετραξονικός — ουδαμώς — εμπορευματοκιβώτιο — λαιμόδεσμος — ευεργέτημα — στοίχημα |
|||