|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ακονιστικός? — — έκχωση — κατακλείδι — πρόσω — αβλαβής — λιόκρουγμα — αψηφισιά — ατρακτίδιο — αιθεροβάτις — επίκαυστος — ανθυποφροντιστής — επικοινωνιολόγος — λειψοφέγγαρο — φιλοθεάμων — εμπληρώνω — κουτσομπόλεμα — χιονίζει — οχλώ — απλολογία — χασομέρισσα — εκτυπωτήριο — υπαλληλάκος |
|||