|
το бот. бессмертник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бессмертник? — ελίχρυσον как с (ново)греческого переводится слово ελίχρυσον? — бессмертник — λιγομάρα — μεθοριακός — μανωτός — γλιστράς — απλάνευτος — καψύλλι — φιλάρετος — ξενητεμένος — αθεϊστής — νομευτικός — ελεύτερος — ενδεής — ακατάχτητος — λιθοδόμημα — χωματουργός — καημένος — αυταπατώμαι — κοντραστάρω — περιπολία — μύρρα — αεροτρύπανον |
|||