Новогреческий словарь
διέστην
διέστην
αόρ. от διίσταμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διέστην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
στερεωμένα!
—
ψυχομετρικός
—
κυβερνητικός
—
αληθοεπής
—
συγκίνηση
—
διχαλωτός
—
επιβάλλω
—
μηλιά
—
κουραφέξαλα
—
πεδίο
—
άλμα
—
αναδιοργανωμένος
—
σπουρδακύλα
—
θεσμοδοτώ
—
μεταπλάσσω
—
αρχέγονος
—
αμυλοποιείο
—
ψιψίρισμα
—
γλυκοπόδι
—
χέζου
—
ποικιλόχρωμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве