|
обгонять; === άμα μανίσει ο γάϊδαρος ~ερεύει τ' άλογο — посл. [phrase]взбесившийся осёл лошадь обгоняет[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обгонять? — αμπροσταίνω как с (ново)греческого переводится слово αμπροσταίνω? — обгонять — λιατήρι — νεύση — βυσσινής — πολλαπλάσιος — ρεμπέτικος — παφλάζων — κόγχη — τηγανίζομαι — λεμφοκύτταρο — μοντερνοποίηση — θερμικός — φυλακίζω — ναυτοπρόσκοπος — τρικάταρτος — μονάδα — κλαπαρχίδης — κανναβέλαιον — φιρμάνι — πολυλογία — απολογιέμαι — γαστρώνω |
|||